σωφρονιστήριο(ν)

σωφρονιστήριο(ν)
τό
1) исправительный дом; 2) карцер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σωφρονιστήριο(ν)" в других словарях:

  • σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήριο — το 1. τόπος σωφρονισμού, πειθαρχείο. 2. είδος φυλακής, η σωφρονιστική φυλακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ταξιαρχών, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια: 1. Αιγίου. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αχαΐας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Kτήτορας του παλαιού μοναστηριού που βρισκόταν ψηλότερα είναι ο όσιος Λεόντιος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»